- ἰαριγμόν
- ἰαριγμόν· χαράν, καὶ θροῦν, Hsch. [full] ἰαροχρείαν· τὴν ὀσφῦν (Ital.), Id.:—also [full] ἰαροχρής· καθαρός, θύσιμος, Id. (For ἱερο-.) [full] ἰαρπάλαμος· ἀκρόχειρος, Id. [full] ἱάρωμα· κοσμάριον παιδικόν, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.